ταντάλειος

ταντάλειος
-α, ο / ταντάλειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, και ταντάλεος, -έα, -ον, ΝΜ, θηλ. και ταντάλειος Α [Τάνταλος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυθικό βασιλιά τής Φρυγίας Τάνταλο
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «ταντάλειο μαρτύριο» — λέγεται για αφόρητη δίψα που δεν ικανοποιείται και, γενικά, για κάθε σκληρή δοκιμασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ταντάλειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλείων — Ταντάλειος of fem gen pl Ταντάλειος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταντάλειον — Ταντάλειος of masc acc sg Ταντάλειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλείου — Ταντάλειος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλείους — Ταντάλειος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλείῳ — Ταντάλειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταντάλειοι — Ταντάλειος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλεία — Τανταλείᾱ , Ταντάλειος of fem nom/voc/acc dual Τανταλείᾱ , Ταντάλειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταντάλεος — έα, ον, ΜΑ βλ. ταντάλειος …   Dictionary of Greek

  • τανταλικός — (I) ή, ό / τανταλικός, ή, όν, ΝΑ [Τάνταλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάνταλο, ταντάλειος («Τανταλικῇ κολάσει», Μαν.). (II) ή, ό, Ν χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο ταντάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταντάλιο. Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”